26 Ιαν 2011

Να υψώσουμε το ανάστημά μας ΟΛΟΙ οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη


Ομιλία του Μάριο Νογκέϊρα,  Γενικού Γραμματέα της Εθνικής Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών (FENPROF – Πορτογαλίας), και μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της Γενικής Συνομοσπονδίας Πορτογάλων Εργαζομένων (CGTP-IN) στην  ΜΕΤΑΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΕΛΜΕ (28-6-2010)

Η Πορτογαλία ζει μια δύσκολη στιγμή στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα, που δε διαφέρει πολύ από αυτή που ζουν χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία.Το κεφάλαιο, στο τρελό του τρέξιμο για κέρδος,
ολοένα και μεγαλύτερο κέρδος που το κυνηγά με άπληστο τρόπο, κάνει την κρίση που προκαλεί να ξεσπά πάνω στους εργαζόμενους, στις δημόσιες υπηρεσίες και στις κοινωνικές λειτουργίες του Κράτους. Οι καθηγητές, τα σχολεία και η εκπαίδευση γενικά δεν αποτελούν εξαίρεση.
Η Πορτογαλία, μετά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2010 που επέβαλε η μειοψηφική κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, με την υποστήριξη της δεξιάς, αμέσως αποφάσισε να παγώσει τους μισθούς της Δημόσιας Διοίκησης, μειώνοντας την αξία της συνταξιοδότησης και επιδεινώνοντας τις συνθήκες συνταξιοδότησης ορίζοντας την ηλικία των 65 χρόνων και αναγκάζοντας πολλούς να εργαστούν πολύ περισσότερο από 40 χρόνια. Αυτόν τον Κρατικό Προϋπολογισμό ακολούθησαν δύο Προγράμματα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (PEC) και ανακοινώνεται κι ένα τρίτο, ακόμα πιο βίαιο, το οποίο απαιτείται από τις Βρυξέλλες. Κι αυτό συμβαίνει, τη στιγμή που τα πλοκάμια του ΔΝΤ (Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) αρχίζουν να αγκαλιάζουν τα ευαίσθητα και αδύναμα σημεία της Χώρας και ετοιμάζονται να τη σφίξουν και, αν το καταφέρουν, να την καταπνίξουν.

Αλλά η επίθεση στους εργαζόμενους, ιδιαίτερα σε αυτούς της Δημόσιας Διοίκησης, δεν είναι σημερινό φαινόμενο· συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό.
Για παράδειγμα, μεταξύ Αυγούστου του 2005 και Δεκεμβρίου του 2007, οι προαγωγές πάγωσαν και ο χρόνος που έπρεπε κάποιος να υπηρετήσει καταργήθηκε. Σε αυτό το διάστημα, η Κυβέρνηση, στην οποία είχε απόλυτη πλειοψηφία ο Σόκρατες, επωφελήθηκε της ευκαιρίας και επέβαλε μεταβολές στις προαγωγές, κάνοντάς τη μεγαλύτερης διάρκειας και με πιο αβέβαιες εργασιακές σχέσεις. Από τους περίπου 150.000 Πορτογάλους καθηγητές, περίπου οι 40.000 δεν είναι μόνιμοι. Στο λύκειο, το ποσοστό μη μόνιμων καθηγητών φτάνει το 70%. Αυτοί οι μη μόνιμοι δεν έχουν οργανική θέση σε κανένα σχολείου, ως εκ τούτου μπορούν να μετατίθενται σε άλλο σχολείο κάθε χρόνο ή και, απλά, να μένουν άνεργοι. Αυτοί δεν έχουν καριέρα. Έχουν λιγότερα δικαιώματα και υφίστανται ένα καθεστώς αξιολόγησης που τους οδηγεί στο να δέχονται σχεδόν τα πάντα, έτσι ώστε να μη χάσουν τη δουλειά τους.
Για να καταλάβετε καλύτερα, μεταξύ 2007 και 2010 πήραν σύνταξη περίπου 15.000 καθηγητές και μπήκαν στα σχολεία για να τους αντικαταστήσουν λιγότεροι από 400. Το αντιστάθμισμα της κατάστασης που προκλήθηκε μετά την αποχώρηση τόσων καθηγητών είναι τώρα ευθύνη των μη μόνιμων.
Επίσης, κατά τη διάρκεια του παγώματος των προαγωγών, η τελευταία χωρίστηκε στα δύο, με παραπάνω από τα 2/3 των καθηγητών να μην μπορούν να πάρουν τις προαγωγές που δικαιολογούσαν τα χρόνια καριέρας τους· μπορούσαν να φτάσουν ως τις μισές προαγωγές. Τα ωράρια εργασίας χειροτέρευσαν κι έχουν γίνει σήμερα πραγματικά ανυπόφορα όσον αφορά τον παιδαγωγικό προγραμματισμό, αλλά και τα σχολεία, αν εξαιρέσουμε κάποια αναβάθμιση των κτηρίων και κάποιου τεχνολογικού εξοπλισμού, χειροτέρευσαν όσον αφορά τις συνθήκες που απαιτούνται για να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις ανάγκες που αντιμετωπίζουν και που είναι πολλές: τα τμήματα έχουν πολλούς μαθητές, χιλιάδες μαθητές με ειδικές ανάγκες έχασαν την ιδιαίτερη βοήθεια που λάμβαναν, μειώθηκαν οι ανθρώπινοι πόροι αφού υπάρχουν λιγότεροι υπάλληλοι και λιγότεροι καθηγητές, οι οικογένειες γίνονται ολοένα και φτωχότερες λόγω της ανεργίας και των χαμηλών μισθών (ο βασικός μισθός ανέβηκε φέτος στα 475 ευρώ και μετά από πολλές αντιδράσεις) και δεν υπάρχει κατάλληλη σχολική κοινωνική δράση για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της…
Γι’ αυτούς αλλά και για άλλους λόγους η Πορτογαλία, ενώ έχει πολύ υψηλά ποσοστά σχολικής αποτυχίας και εγκατάλειψης, από τα πιο υψηλά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξακολουθεί να μη δρομολογεί την κατάλληλη πολιτική ώστε να οδηγηθεί στη λύση αυτών των σοβαρών προβλημάτων. Η υποχρεωτική φοίτηση στο σχολείο είναι 9 χρόνια (στο μέλλον θα γίνει 12), αλλά περισσότερο από το 20% των μαθητών δεν το ολοκληρώνει και, απ’ αυτούς, περίπου το 40% δεν προχωρά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το ποσοστό παρακολούθησης στο Λύκειο είναι της τάξεως του 12% και από όσους το παρακολουθούν και το ολοκληρώνουν, περισσότερο από το 50%, δε βρίσκουν δουλειά ή τουλάχιστον μια δουλειά αντίστοιχη των προσόντων τους. Είναι συνηθισμένο να βλέπουμε καθηγητές να εργάζονται στα ταμεία των σούπερ μάρκετ ή σε καταστήματα εμπορικών κέντρων υπό άθλιες συνθήκες, με υπερβολικά χαμηλούς μισθούς και με ιδιαίτερα παρατεταμένα ωράρια εργασίας.
Αυτά τα μέτρα, αυτή η υποτίμηση του σχολείου και των καθηγητών, σε συνάρτηση με έναν πολιτικό λόγο στον οποίο η Κυβέρνηση έριχνε την ευθύνη στους καθηγητές για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Παιδεία σήμερα… αυτή η απόπειρα, να αποδοθούν άδικα οι ευθύνες στους καθηγητές, έκανε την αγανάκτηση των καθηγητών να ξεσπάσει, κάνοντάς τους να βρεθούν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Γι’ αυτό το λόγο, οργανώσαμε τρεις τεράστιες Διαδηλώσεις: την πρώτη, που την ονομάσαμε Πορεία της Αγανάκτησης, στις 8 Μαρτίου του 2008, με 100.000 καθηγητές που βγήκαν στους δρόμους· μια άλλη στις 8 Νοεμβρίου με 120.000· και μια τρίτη στη καρδιά της προεκλογικής εκστρατείας για τις Εκλογές του Ευρωκοινοβουλίου, στις 30 Μαΐου του 2009, με περισσότερους από 80.000. Επιπλέον, πραγματοποιήσαμε δύο απεργίες και τις δύο με περισσότερο από 90% συμμετοχή, παραμονή πολλές μέρες και νύχτες στην πόρτα του Υπουργείου Παιδείας, συγκεντρώσεις, υπογράψαμε αιτήματα διαμαρτυρίας, κρατήσαμε συγκεκριμένες στάσεις ως σχολεία ζητώντας από τους καθηγητές να ντύνονται στα μαύρα κάθε φορά που η Υπουργός Παιδείας ή ο Πρωθυπουργός επισκεπτόταν το σχολείο, αλλά όλα αυτά χωρίς να ξεχνάμε τη θεσμική δράση, στη Βουλή, με τους συλλόγους γονέων και δήμων, με τη δική τους διοίκηση και, κυρίως, διατηρώντας μια συνεχή ανησυχία για την κοινή γνώμη.
Η Υπουργός Παιδείας έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι είχε χάσει τους καθηγητές, αλλά ότι είχε κερδίσει την κοινή γνώμη, ωστόσο, αυτό δεν έγινε ποτέ κι αυτό ήταν ένα από τα μυστικά του αγώνα μας. Μάλιστα αυτό το μήνα, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην Πορτογαλία, η οποία περιλάμβανε όλη την Ευρώπη, ανάμεσα σε πολλά επαγγέλματα, οι καθηγητές ήταν στη δεύτερη θέση όσον αφορά τους δείκτες εμπιστοσύνης των Πορτογάλων.
Με σκοπό να σπάσει τον αγώνα και να κάνει αντίποινα στους καθηγητές, η Κυβέρνηση επέβαλε ένα γραφειοκρατικό και θλιβερό μοντέλο αξιολόγησης, αντικατέστησε τη δημοκρατική διοίκηση των σχολείων με ένα διευθυντή που έχει υπερβολικές εξουσίες,  άλλαξε το νόμο έτσι ώστε να περιορίσει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τη συνδικαλιστική ελευθερία, αλλά δεν κατάφερε να σπάσει την ικανότητα αντίστασης και αγωνιστικότητας των καθηγητών. Αντιθέτως μάλιστα, κάθε μέτρο που ανακοινωνόταν έκανε την αγανάκτηση των καθηγητών να αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.
Εν τω μεταξύ, έγιναν εκλογές, το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχασε την απόλυτη πλειοψηφία και η Κυβέρνηση αναγκάστηκε, υπό άλλη οπτική πια, να μειώσει την πίεση.
Το καταστατικό μας που αφορά τις προαγωγές επανεξετάστηκε, ο διαχωρισμός που είχε εφαρμοστεί καταργήθηκε, η βαθμιαία πρόοδος κατέστη και πάλι δυνατή, και κάποια ακόμα προβλήματα επαγγελματικής δικαιοδοσίας επιλύθηκαν. Το νέο καταστατικό προαγωγής των καθηγητών μπήκε σε ισχύ στις 24 Ιουνίου, επομένως πριν από 4 μέρες, κι αυτό ήταν ένα σημαντικό αποτέλεσμα το αγώνα μας, και μάλιστα σε μια εποχή που υπάρχει η τάση να χάνονται δικαιώματα και να καταργούνται οι προαγωγές.
Τώρα αν και το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία, τη στιγμή που συνεργάζεται με τη δεξιά η οποία υποστηρίζει την πολιτική της, οι καθηγητές έρχονται ολοένα και περισσότερο αντιμέτωποι με τα μέτρα που συνεπάγεται το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (PEC), τα οποία εφαρμόζονται σε όλους τους εργαζομένους, ακριβώς όπως και τα σχολεία υφίστανται επιβολές που εφαρμόζονται σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες.
Αυτή τη στιγμή, όσον αφορά τα σχολεία, δρομολογείται η διαδικασία κλεισίματος όλων των σχολείων του πρώτου Κύκλου Βασικών Σπουδών (της παλιάς Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης) που έχουν λιγότερους από 21 μαθητές. Κι αυτά είναι χιλιάδες, διασκορπισμένα σε διάφορες περιοχές μιας τεράστιας αγροτικής ζώνης που υπάρχει στην Πορτογαλία. Οι θυσίες που επιβάλλονται στα παιδιά είναι τεράστιες, γιατί αναγκάζονται να διανύουν καθημερινά τεράστιες αποστάσεις και να μένουν όλη τη μέρα εκτός σπιτιού. Η Κυβέρνηση προσπαθεί να ενώσει σχολεία που να φτάνουν τους 3000 μαθητές και περισσότερους από 400 καθηγητές και, μ’ αυτόν τον τρόπο, με μοναδική κατεύθυνση μια γεωγραφική περιοχή που είναι πολύ μεγάλη και περιλαμβάνει διάφορες εγκαταστάσεις, να στραφεί σε μια διοίκηση ανθρώπινων πόρων τέτοια που, σύντομα, όταν αρχίσει ο καινούργιος χρόνος, να μεταφραστεί στην απόλυση πολλών χιλιάδων εργαζομένων καθηγητών και μη.
Όσον αφορά τους καθηγητές και, γενικά, τους Πορτογάλους εργαζομένους, ο αντίκτυπος είναι τρομερός, κυρίως στο μισθό τους, στο ωράριο εργασίας τους, στην επαγγελματική τους σταθερότητα, και στα κοινωνικά και εργασιακά τους δικαιώματα.
Από τα διάφορα Προγράμματα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (PEC) ήδη προέκυψε αύξηση τόσο στους άμεσους φόρους όσο και στους έμμεσους, ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας της σύνταξης, πάγωμα μισθών ως το 2013, μείωση των κοινωνικών υπηρεσιών, ειδικά στους άνεργους, και πάγωμα διαφόρων εργασιών και συμπληρωματικών επιδομάτων, πάγωμα πρόσληψης στη Δημόσια Διοίκηση… Και ανακοινώνονται νέα Προγράμματα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (PEC), ενώ υπάρχουν ήδη ενδείξεις μερικού ή ολικού παγώματος στα επιδόματα αδείας και Χριστουγέννων, αλλά και απευθείας μείωση μισθών. Το Κράτος σκοπεύει επίσης να εξοικονομήσει 6 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω της ιδιωτικοποίησης κάποιων από τους ελάχιστους μοχλούς που απομένουν στην εθνική οικονομία, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα παραδοθούν στο οικονομικό κεφάλαιο κάποιες από τις υπηρεσίες και τις επιχειρήσεις που τώρα είναι ακόμα δημόσιες και είναι και κερδοφόρες. Η δεξιά πιέζει το Σοσιαλιστικό Κόμμα να προχωρήσει ακόμα περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ακολουθώντας στρατηγική τέτοια ώστε να κρατήσει την εξουσία με κάθε κόστος, σιγά-σιγά ενδίδει. Τώρα η δεξιά λέει ότι περισσότερο απ’ το να κάνει τις απολύσεις πιο ευέλικτες, θέλει να τις απελευθερώσει, δηλώνει ότι το Δημόσιο Σχολείο πρέπει να πάψει να είναι συνταγματικά προστατευμένο σε σχέση με το Ιδιωτικό και θέλει επίσης η αρχή της δωρεάν εκπαίδευσης να αποσυρθεί από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
Οι εργαζόμενοι αντιδρούν και πέρα από πολλούς τομεακούς αγώνες που γίνονται, οργανώσαμε στις 29 Μαΐου, αύριο θα συμπληρωθεί ένας μήνας, μια Εθνική διαδήλωση στην οποία έλαβαν μέρος περίπου 300.000 εργαζόμενοι και ήταν η διαδήλωση στην οποία έλαβαν μέρος εργαζόμενοι απ’ όλους τους τομείς της εθνικής ζωής, τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής και μάλιστα μάζεψε το μεγαλύτερο αριθμό καθηγητών.
Έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι είναι απαραίτητοι κι άλλοι αγώνες, μεγαλύτερη εμπλοκή και περισσότερη δέσμευση για να δράσουμε. Όλοι το έχουμε συνειδητοποιήσει αυτό. Όμως υπάρχουν έντονες συστολές που μπαίνουν στη μέση και δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε. Αντιθέτως μάλιστα, πρέπει να τις λύσουμε, να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση στους εργαζόμενους και να τους παρακινήσουμε να αγωνιστούν. Ανάμεσα στις κύριες δυσκολίες βρίσκεται κι ο φόβος. Ο φόβος μη χάσουν τη δουλειά τους, μη μπουν στο μάτι του αφεντικού ή του διευθυντή, ή του αξιολογητή… Έπειτα, είναι και η ιδέα του αναπόφευκτου που οι κυβερνήτες και οι οικονομολόγοι που εργάζονται γι’ αυτούς μας περνούν: τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δεν μπορούν να είναι αλλιώς. Οι θυσίες πρέπει να γίνουν για όλους και, επομένως, αν χάθηκε ένα μέρος, δε χάθηκαν τα πάντα κι αυτό ήδη δεν είναι κακό, λένε αυτοί. Και αρχίζει να κυκλοφορεί η ιδέα ότι είναι προνόμια και όχι δικαιώματα. Για παράδειγμα, το να έχει κανείς δουλειά αρχίζει να αντιμετωπίζεται όχι σαν κοινωνικό και πολιτισμικό δικαίωμα, αλλά σαν προνόμιο που άλλοι έχουν και άλλοι όχι, κι αυτό υποσκάπτει διχόνοια ανάμεσα στους ανθρώπους.
Η επίθεση στα Συνδικάτα και στην ελευθερία της συνδικαλιστικής δράσης: είναι η κυβέρνηση με την έγκριση νέων νόμων· είναι τα αφεντικά και οι διευθυντές που φτάνουν στο σημείο να θέλουν να αναπληρώσει ο εργαζόμενος άλλη μέρα τις ώρες και τις δουλειές που δεν έκανε την ημέρα της απεργίας· είναι τα εμπόδια που τίθενται στη συμμετοχή στις συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις οι οποίες πραγματοποιούνται νόμιμα τις ώρες εργασίας· είναι αυτοί που φαίνεται να αμφισβητούν την κυβέρνηση και την πολιτική της, ενώ, στην πραγματικότητα, έχουν ως αγαπημένο στόχο τα συνδικάτα και αν απ’ τον αγώνα δεν προκύψουν άμεσα αποτελέσματα, η κριτική είναι ότι τα Συνδικάτα δεν ήξεραν πώς να τα πετύχουν· αν, όμως, υπάρξουν αποτελέσματα, τότε λένε ότι ήταν στο πλευρό τους· κι αν πέτυχαν τα καλύτερα αποτελέσματα, αμέσως λένε ότι θα έπρεπε να είχαν πετύχει ακόμη περισσότερα, ακόμα κι αν τίποτε άλλο δεν ήταν στο πρόγραμμα. Πολλοί απ’ αυτούς, χωρίς να εμφανιστούν, καταφεύγουν σε νέες τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας για να ρίξουν υποψίες και να προκαλέσουν ίντριγκες. Νέα μέσα επικοινωνίας που, καλό είναι να τα αναφέρουμε και το συνδικαλιστικό κίνημα ήδη τα χρησιμοποιεί: υπήρξαν διαδηλώσεις που συγκέντρωσαν χιλιάδες καθηγητές σε διάφορες πόλεις της χώρας, οι οποίες συγκλήθηκαν μέσω e-mail και sms, σε δύο ή τρεις μέρες.
Συνάδελφοι,
Ο αγώνας που έχουμε μπροστά μας είναι μακρύς, σκληρός και πολύπλοκος.
Απαιτεί πολλή δουλειά, πολλή αποφασιστικότητα και μεγάλη ενασχόληση απ’ όλους μας. Είναι ένας αγώνας που οι καθηγητές μπορούν να τον κάνουν κάποιες φορές και μόνοι τους, αλλά που πολλές άλλες φορές, θα απαιτήσει να ενωθούμε, ή θα έλεγα, ότι μας αναγκάζει ολοένα και περισσότερο να ενωνόμαστε με τους υπόλοιπους εργαζόμενους ώστε να έχουμε επιτυχία ο αγώνας μας. Καθώς είναι απαραίτητος ο αγώνας στις χώρες μας και εμπλέκει εργαζόμενους στους χώρους εργασίας τους, υπάρχουν δυναμικές δράσης που θα πρέπει να ξεπεράσουν τα σύνορα κάθε έθνους, πράγμα το οποίο θα απαιτήσει μια διάρθρωση και συνένωση προσπαθειών μεταξύ όσων, σε οποιονδήποτε τόπο, θυσιάζονται και είναι τα θύματα αυτής της κρίσης: των εργαζομένων, δηλαδή, των συνηθισμένων.
Για όσους ισχυρίζονταν ότι ο αγώνας των τάξεων ήταν κάτι που ανήκε στο παρελθόν,  είναι φανερό ότι είναι εδώ σε όλο της το μεγαλείο. Το κεφάλαιο προσπαθεί να επωφεληθεί, συνθλίβοντας την εργασία και μεγαλώνοντας εις βάρος της. Είναι στο χέρι των εργαζόμενων, στους οποίους ανήκουν και οι καθηγητές, να είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους, για τους μισθούς τους, για τις βασικές δημόσιες υπηρεσίες που αφορούν την Εκπαίδευση, την Υγεία, την Κοινωνική Ασφάλιση, μεταξύ άλλων, με λίγα λόγια, για μια κοινωνία πιο δίκαιη και πιο αλληλεγγύη. Μέσω της δράσης, της καθιέρωσης και της πραγματοποίησης ενός ταξικού και μαζικού συνδικαλισμού που προσανατολίζεται προς την αλλαγή και την κοινωνική μεταβολή, θα καταφέρουμε να πετύχουμε τους στόχους μας. Δε θα είναι εύκολο, η αλήθεια είναι αυτή, αλλά οι δυσκολίες δε θα μας κάνουν τα παραιτηθούμε. Αντιθέτως μάλιστα, λόγω των δυσκολιών θα πρέπει να αντισταθούμε και να αγωνιστούμε με ακόμα μεγαλύτερη πίστη και δύναμη.
Ζήτω οι Πορτογάλοι, οι Έλληνες και οι εργαζόμενοι όλης της Ευρώπης!
Είναι, πραγματικά, καιρός να υψώσουμε το ανάστημά μας!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επιστροφή στην αρχή της σελίδας

Επιστροφή

ΙΣΟΚΡΑΤΟΥΣ "ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ" Εδάφιον 20

"...εγκατέστησαν πολίτευμα που να εκπαιδεύη τους πολίτας έτσι ώστε να θεωρούν την ακολασίαν δημοκρατίαν, την παρανομίαν ελευθερίαν, την αυθάδειαν ισονομίαν και την εξουσίαν του να κάμνη κανείς αυτά ευδαιμονίαν..."

Ουμπέρτο Εκο: Περί Δημοκρατίας

“Δημοκρατία δεν σημαίνει πως η πλειοψηφία έχει το δίκιο. Σημαίνει πως έχει το δικαίωμα να κυβερνάει”.

“Δημοκρατία δεν σημαίνει ότι η μειοψηφία έχει άδικο. Σημαίνει πως, ενώ σέβεται την κυβερνητική πλειοψηφία, υψώνει δυνατά τη φωνή της κάθε φορά που νομίζει ότι η πλειοψηφία έχει άδικο (ή ακόμη χειρότερα όταν αντιτίθεται στους νόμους, την ηθική και τις αρχές της δημοκρατίας), και οφείλει να το πράττει δυναμικά, γιατί αυτή είναι η εντολή των πολιτών. Όταν η πλειοψηφία υποστηρίζει ότι έχει δίκιο και η μειοψηφία δεν αντιδράει, τότε η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο…”