25 Μαρ 2019

198 χρόνια από την Επανάσταση του 1821


Το σπίτι της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη
Αν κι έχουν περάσει κοντά 200 χρόνια από τότε, η Επανάσταση του 1821 συνεχίζει να αποτυπώνεται ανορθολογικά ως το απλό αποτέλεσμα 400 χρόνων σκλαβιάς. Μια τέτοια παρουσίαση, απομακρυσμένη από την ιστορική - υλιστική ερμηνεία των γεγονότων και την κατανόηση της κοινωνικής - ταξικής διάρθρωσης και της ταξικής πάλης της εποχής, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξηγήσει το χρόνο, τις αιτίες ξεσπάσματος και επικράτησης και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης, ενώ συνυπάρχει αρμονικά με δεξιές «μεγάλες ιδέες» για αλύτρωτες πατρίδες έως και «αριστερά» εθνικά όνειρα για όσο το δυνατόν πιο ισχυρό καπιταλισμό.
Στην πραγματικότητα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1700 είχε ήδη αρχίσει να παραπαίει. Η εδαφική της επέκταση είχε σταματήσει και η ίδια άρχισε να καταγράφει όλο και βαρύτερες απώλειες σε κάθε πολεμική σύγκρουση, τα ευρωπαϊκά κεφάλαια είχαν εισβάλει στο εσωτερικό της, αποκομίζοντας κέρδη και συνεισφέροντας στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η γη από «κτήμα του θεού» είχε αρχίσει ήδη να υποτάσσεται στην εμπορευματική παραγωγή, η θάλασσα είχε γίνει ο χώρος ανάπτυξης του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου και η χειροτεχνία έδινε τη θέση της στη βιοτεχνία. 
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής άρχισε να διεισδύει σε κάθε πλευρά της ύπαρξής της, μεταστρέφοντας το περιεχόμενό της και νέες κοινωνικές δυνάμεις αναζητούσαν τη διέξοδο στην ανατροπή της φεουδαρχικής οθωμανικής κυριαρχίας.


Το 1821, πριν απ' οτιδήποτε άλλο, ήταν μια αστική επανάσταση, κρίκος στην αλυσίδα των αστικών επαναστάσεων που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται από τα τέλη του 15ου αιώνα και συνέχισαν να συνταράσσουν την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική. 
Κυριάρχησαν τα αιτήματα των αστικών στρωμάτων που αντικειμενικά είχαν συμφέρον από την εθνική απελευθέρωση, σε συνδυασμό με τη δημιουργία αστικού κράτους, με στόχο να διαμορφωθεί εσωτερική εθνική αγορά και να διεκδικηθεί η αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή. 
Η αστική τάξη υπήρξε η κοινωνική δύναμη στην οποία ανήκε η πρωτοβουλία για την προετοιμασία, την ανάπτυξη και την καθοδήγηση της επανάστασης.

Η παρουσίαση όλης αυτής της συναρπαστικής ιστορίας ξεφεύγει από τα όρια μιας επετειακής αναφοράς στην εφημερίδα. Ορισμένα πράγματα, όμως, μπορούν να ειπωθούν, ως εισαγωγή στο θέμα καθώς η συγκρότηση, εξέλιξη και ανάπτυξη του ελληνικού αστικού κράτους δεν μπορεί να μελετηθούν χωρίς την ιστορική μελέτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την οποία αποσχίστηκαν κυρίως τα εδάφη του και μάλιστα σταδιακά, στη διάρκεια ενός αιώνα, από την Επανάσταση του 1821 έως τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντλούμε στοιχεία γι' αυτήν την παρουσίαση από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 - 1949 (τόμος Α1).

Η διαμόρφωση των κοινωνικών - ταξικών φορέων της Επανάστασης
Η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε 3 ηπείρους και 5 θάλασσες ευνόησε την ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου και στη συνέχεια του εξωτερικού. Η οθωμανική εξουσία, για να συντηρήσει τον κρατικό μηχανισμό της και ειδικότερα το στρατό, αξιοποιούσε τη βιοτεχνική και εμπορική ανάπτυξη των πόλεων που κατακτούσε και ενσωμάτωνε, ενώ έδινε συγκεκριμένα προνόμια στη ναυτιλία και στο εμπόριο.
Το 17ο αιώνα άρχισαν να αναπτύσσονται και οι Ελληνες έμποροι, κυρίως στα χερσαία εμπορικά δίκτυα, αφού στο εξωτερικό εμπόριο κυριαρχούσαν ακόμα τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη (κυρίως η Μ. Βρετανία, αλλά και η Ολλανδία και η Γαλλία).

Όμως, το 18ο αιώνα αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα και τα θαλάσσια δίκτυα, ενώ αυξανόταν και ο ρόλος των Ελλήνων εμπόρων σε αυτά και η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούνταν και από εμπόρους των άλλων εθνοτήτων. Στα τέλη του 18ου αιώνα το εμπορικό κεφάλαιο είχε καταλάβει πλέον ξεχωριστή θέση στην αγορά της Ανατολής, συνδέοντάς την με τη Μεσόγειο και την Ευρώπη.
Η διόγκωση του εμπορίου και της συμμετοχής των Ελλήνων σε αυτό οδήγησε και στην κλιμάκωση του ρόλου των Ελλήνων πλοιοκτητών, που δραστηριοποιούνταν ταυτόχρονα ως μεταφορείς και έμποροι. Έτσι, οι Έλληνες πλοιοκτήτες σταδιακά αναδείχτηκαν στο πιο πρωτοπόρο κομμάτι της ελληνικής αστικής τάξης και διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας.

Η αναβάθμιση των Ελλήνων πλοιοκτητών ευνοήθηκε στο πέρασμα του χρόνου από πολλούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους: 
α) Η αναζήτηση των Ευρωπαίων εμπόρων για μεσάζοντες για την πραγματοποίηση του εξωτερικού εμπορίου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
β) Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) ο οθωμανικός αποκλεισμός των ξένων πλοίων. 
γ) Η χρησιμοποίηση των Ελλήνων πλοιοκτητών από τη Μ. Βρετανία, κατά τη διάρκεια του Επταετούς πολέμου (1756 - 1763) και από τη Ρωσία κατά τη διάρκεια των Ρωσο-τουρκικών πολέμων στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. 
δ) Η αύξηση του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων από τα Βαλκάνια στην Ευρώπη που αύξησε όχι μόνο τις μεταφορές, αλλά και τις επενδύσεις στη ναυτιλία. 
ε) Η Συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή, που ενέταξε το εμπόριο και τη ναυτιλία στους τομείς προστασίας της Ρωσίας. 
στ) Η Συνθήκη του Ιασίου (1792) που έδινε τη δυνατότητα ελεύθερης πλεύσης στη Μαύρη Θάλασσα. 
ζ) Ο βρετανικός εκτοπισμός των γαλλικών πλοίων από τη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803 - 1815).
η) Η αλλαγή πολιτικής του οθωμανικού κράτους (1802) που έδωσε προνόμια στους μη μουσουλμάνους πλοιοκτήτες που θα χρησιμοποιούσαν την ελληνική σημαία. 
θ) Το αποικιοκρατικό εμπόριο σε Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική.

Ωστόσο, μετά το 1812, άρχισε η επιδείνωση της θέσης της ελληνικής ναυτιλίας, λόγω πολλών παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους η εκτίναξη της εισαγωγής αμερικανικού βαμβακιού από βρετανικά πλοία, η ανάπτυξη του λιμανιού της Τεργέστης, η μεγάλη πτώση της τιμής των σιτηρών μετά το 1815, το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων (1815), η μείωση του εμπορίου στα Βαλκάνια εξαιτίας της δεύτερης σερβικής εξέγερσης (1815 - 1817).
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, που είχαν αναπτυχθεί υπό τη διπλή προστασία των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις τους, έρχονταν πλέον αντιμέτωποι με την απουσία ενός έθνους - κράτους, που θα μπορούσε να προστατεύσει τα συμφέροντά τους και να διαμορφώσει μια ενιαία εθνική αγορά. Αυτή η αντίφαση επέδρασε στις πολιτικές τους επιλογές πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Παράλληλα, μετά από τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στα βασικά εμπορικά κέντρα της εποχής, από τη Μασσαλία έως την Οδησσό. 
Σε αυτές τις παροικίες, όπως και στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Αλεξάνδρεια κ.λπ.), πραγματοποιήθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της συσσώρευσης κεφαλαίου της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα, οι παροικίες που δρούσαν στο δυτικό ευρωπαϊκό χώρο ήταν πιο κοντά στην επίδραση των ιδεών της αστικής Γαλλικής Επανάστασης. Η συσσώρευση ενδυνάμωσε την κοινωνική ισχύ της υπόδουλης ελληνικής αστικής τάξης και συνέβαλε στο να αποκτήσει εθνική συνείδηση. Η ελληνική αστική τάξη των παροικιών ήταν πιο ώριμη για να υιοθετήσει ορισμένες από τις φιλελεύθερες ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής.

Επιπλέον, η ανακοπή της τάσης εδαφικής επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 17ο αιώνα οδήγησε σε μια μακρά πορεία εξασθένισης και αποσύνθεσής της, που άλλαξε τη στρατιωτική και διοικητική λειτουργία του οθωμανικού κράτους. 
Σημαντικό μέρος των Οθωμανών - και όχι μόνο - στράφηκε προς την άμεση συγκέντρωση της καλλιεργούμενης γης και ιδιοποίησης των αγροτικών, κτηνοτροφικών, ακόμα και χειροτεχνικών προϊόντων ή προς την απόκτηση εσόδων από την εμπορευματοποίηση των προϊόντων. 
Ως αποτέλεσμα ενισχύθηκαν η τάση εμπορευματοποίησης της παραγωγής και οι δυνατότητες εξαγωγής στην εξωτερική αγορά, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι φορολογικές απαιτήσεις του οθωμανικού κράτους. 
Οι παραπάνω αλλαγές συντέλεσαν και στην αλλαγή του ρόλου των Ελλήνων κοτζαμπάσηδων, που, ως κατώτατο τμήμα του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού, όλο και περισσότερο αστοποιούνταν.

Σε ορισμένες περιοχές (κυρίως ορεινές) εμφανίστηκε και γνώρισε ακμή η μανιφακτούρα. Στις συγκεκριμένες περιοχές συντελέστηκε η μετάβαση από το σύστημα της οικοτεχνίας σε συνεταιριστικές, «συνεργατικές» μορφές συμμετοχής κεφαλαιούχων και εργαζόμενων τεχνιτών, αλλά δεν παρουσιάστηκαν ακόμα εκτεταμένα στην καθαρή τους μορφή οι σχέσεις μισθωτής εργασίας. Παρ' όλα αυτά, σημειώθηκε μια σχετική διεύρυνση της ταξικής διαφοροποίησης, που οδήγησε σε εκδήλωση της ταξικής πάλης και σε συγκρούσεις. 
Ενδεικτικό της ανάπτυξης των βιοτεχνιών του μετέπειτα ελλαδικού χώρου είναι το γεγονός ότι στα 1800 απασχολούσαν ένα σύνολο 40.000 - 50.000 ατόμων και κινητοποιούσαν κεφάλαια τουλάχιστον 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος που κυμαινόταν από 12% έως 30%.

Ωστόσο, η ανάπτυξη της βιοτεχνικής - μεταποιητικής δραστηριότητας δεν απέκτησε δυναμική αντίστοιχη του εμπορίου και των θαλάσσιων μεταφορών, όπου τα περιθώρια κέρδους και επομένως συσσώρευσης κεφαλαίου ήταν μεγαλύτερα. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η όποια δυναμική είχε αποκτήσει η βιοτεχνική δραστηριότητα δεν επαρκούσε για τη μετατροπή της σε αναπτυγμένη βιομηχανική παραγωγή.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη σχετιζόταν σε σημαντικό βαθμό με το γεγονός ότι η ανάπτυξη της βιοτεχνικής δραστηριότητας συντελέστηκε σε εστίες αποκομμένες μεταξύ τους, με πρόσθετες δυσκολίες στην επικοινωνία τους με τις μεγαλύτερες παράκτιες πόλεις με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό, όπως η Σμύρνη. Αλλοι παράγοντες που επέδρασαν αρνητικά ήταν η αβεβαιότητα της ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι διοικητικές αυθαιρεσίες του οθωμανικού κράτους, αλλά και η στήριξη του πληθυσμού κυρίως στην αυτοκατανάλωση.

Τελικά, οι μόνες δραστηριότητες που μπόρεσαν να εδραιωθούν και να αναπτυχθούν σε σημαντικό βαθμό ήταν αυτές της κατασκευής κτισμάτων (σπίτια, γεφύρια κ.λπ.), αλλά και κατασκευής πλοίων, ως αποτέλεσμα της ορμητικής ανάπτυξης της ναυτιλίας. Ενας ιδιαίτερος τομέας της βιοτεχνικής παραγωγής της εποχής που επέζησε και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον εξοπλισμό των επαναστατών ήταν και τα μπαρουτάδικα της Δημητσάνας.

Το ιδεολογικοπολιτικό οπλοστάσιο της Επανάστασης
Η οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση που επέφερε η ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων είχε ως αποτέλεσμα και την ιδεολογική διαφοροποίηση κάποιων στρωμάτων από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της θεοκρατικής και ανορθολογικής σκέψης, η οποία κυριαρχούσε για αιώνες, ιδιαίτερα στις πολυπληθείς δυνάμεις των χωρικών.
Η αγραμματοσύνη και ο περιορισμένος τρόπος ζωής δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τα πολύ στενά όρια της ατομικής ή συλλογικής εμπειρίας, η οποία μεταβιβαζόταν προφορικά από γενιά σε γενιά, αναπτύσσοντας έναν τρόπο σκέψης σχεδόν ολοκληρωτικά επικαθοριζόμενο από τους οθωμανικούς και εκκλησιαστικούς θεσμούς.
Όμως, με την ανάπτυξη της αστικής τάξης αυξήθηκε ο αριθμός των ανθρώπων λαϊκής καταγωγής που απέκτησαν μία στοιχειώδη πρόσβαση στα νεοϊδρυόμενα - και χρηματοδοτούμενα από τους εμπόρους - σχολεία, ενώ την ίδια στιγμή η ανάπτυξη του εμπορίου και η επαφή με άλλους τόπους δημιουργούσαν εύφορο έδαφος για τη διεύρυνση της αντίληψής τους, του διανοητικού τους ορίζοντα. 
Στην παραπάνω πορεία συντελούσαν σε σημαντικό βαθμό το πέρασμα από την ασφυκτική - για την ορθολογική κριτική σκέψη - κυριαρχία του προφορικού λόγου στην ενίσχυση του γραπτού και η αντίστοιχη τάση ομογενοποίησης των διαφόρων διαλέκτων ή γλωσσικών ιδιωμάτων των τοπικών κοινωνιών σε μία σχετικά ενιαία ελληνική γλώσσα.

Παράλληλα, εκπρόσωποι και γόνοι των αστικών οικογενειών αναζήτησαν κατά το 18ο αιώνα στην Ευρώπη αυτό που δεν μπορούσαν να βρουν στους τόπους καταγωγής τους: Πανεπιστήμια για να μορφωθούν και τυπογραφεία για να διαδώσουν την πρωτοποριακή - για τα οθωμανικά δεδομένα - σκέψη τους. 
Εκεί ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες του Διαφωτισμού, τις οποίες και προσπάθησαν να εξειδικεύσουν στην ελληνική πραγματικότητα και να τις μετατρέψουν σε υλική δύναμη ανατροπής.
Παράλληλα, ωρίμαζε και η συναντίληψη πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού ότι ανήκουν στην ίδια εθνοτική ομάδα. Πολλοί άρχισαν να αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως Ελληνες.

Οι νέοι αστοί διανοητές με τα έργα τους και ο λαός με τα τραγούδια του άρχισαν να εγκωμιάζουν τις ιδέες της ελευθερίας και της απελευθέρωσης του γένους των Ελλήνων. 
Κινητήρια δύναμη της εθνικής ζύμωσης αποτέλεσαν η εμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο των Ελλήνων αστών καθώς και η λαϊκή αγανάκτηση, που εκφραζόταν κυρίως με τον «κλεφτοπόλεμο» τμημάτων της αγροτιάς, κυρίως κτηνοτρόφων, απέναντι στην οθωμανική διοίκηση. 
Η Γαλλική Επανάσταση έφερε στο προσκήνιο την ιδέα της «πατρίδας» και του «πατριωτισμού» (patrie-patriote), που ως αίτημα αγκάλιασε τόσο τον παροικιακό όσο και τον υπόδουλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ελληνισμό.
Προϊόν της παραπάνω πορείας ήταν ο Ελληνικός Διαφωτισμός, ο οποίος είχε αναπτυχθεί σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα και επιταχύνθηκε στο τελευταίο τέταρτο, ιδιαίτερα μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. 
Το περιεχόμενο των έργων του Ελληνικού Διαφωτισμού εξυμνούσε την ατομική ελευθερία ως οικουμενική αξία, την αρχή του Νόμου (τη Νομαρχία) και την ισότητα όλων απέναντί του, ως προϋπόθεση μιας ευνομούμενης κοινωνίας, την ανθρώπινη ευτυχία ως επιβεβλημένη επιδίωξη.
Η παραπάνω διαδικασία δεν άργησε να «γεννήσει» και τους πρώτους μεγάλους εκφραστές των πόθων και επιδιώξεων της μελλούμενης κοινωνίας, οι οποίοι, εκτός από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήρθαν σε ανοιχτή αντιπαράθεση και με το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Παράλληλα με την κατάκτηση οικονομικής δύναμης, η ελληνική αστική τάξη οπλιζόταν και με ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα.
Η πρώτη ίσως συγκροτημένη προσπάθεια αυτού του είδους έγινε από τον Ρήγα Βελεστινλή (ή Φεραίο). Στα τυπογραφεία της Βιέννης ο Ρήγας εξέδωσε μια σειρά από έργα, με πιο γνωστό το «Θούριο», που αποτελούσε μέρος της «Νέας Πολιτικής Διοίκησης» (1797), όπου προπαγάνδιζε την αναγκαιότητα εξέγερσης και ενοποίησης όλων των βαλκανικών λαών, στο πλαίσιο μιας βαλκανικής κοινοπολιτείας, που θα οικοδομούνταν στα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη συνέχεια ο Αδαμάντιος Κοραής απευθύνθηκε με το έργο του όχι γενικά στους βαλκανικούς λαούς, αλλά πιο συγκεκριμένα στους Ελληνες, συνδέοντας την τύχη τους με τη νίκη του Ναπολέοντα στους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Η πιο συστηματική όμως έκφραση των νέων ιδεών ήταν η «Ελληνική Νομαρχία» (1806), άγνωστου συγγραφέα. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο το βασικό ντοκουμέντο του ελληνικού ιακωβινισμού, της ριζοσπαστικής αστικής σκέψης.

Η παραπάνω κίνηση των ιδεών έδωσε διέξοδο στην καταπίεση των λαϊκών μαζών και τροφοδότησε την επαναστατική δράση.
Η Ελληνική Επανάσταση, σε αντιστοιχία με ανάλογα κινήματα της εποχής, στηρίχθηκε στη σύσταση συνωμοτικών οργανώσεων για την οργάνωση της πάλης. 
Καταρχάς, ο ίδιος ο Ρήγας Φεραίος ήρθε σε επαφή με το Διευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης και ίδρυσε μυστική Εταιρεία, που έδρασε στα εμποροβιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και ευρύτερα στα Βαλκάνια. 
Για τη δράση του συνελήφθη από την αυστριακή αστυνομία, παραδόθηκε στους Οθωμανούς και εκτελέστηκε το 1798. 
Τα επόμενα χρόνια συγκροτήθηκαν μια σειρά από οργανώσεις, όπως η Εταιρία των Πέντε, το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι, 1809), η Φιλόμουσος Εταιρεία (Αθήνα, 1813) και βεβαίως η Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό, το 1814.

Την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου» είχε ο φιλόλογος Ζαλύκογλου ή Ζαλύκης, που φαίνεται ότι ήταν μασόνος. 
Ο πρώτος πυρήνας του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου» αποτελούνταν από τον Ζαλύκη, τον Γάλλο διπλωμάτη Σουαζέλ Γκουφιέ, τον Αγγελόπουλο, επιτετραμμένο της Τουρκίας στο Παρίσι, τον Στέφανο Χατζή - Μόσχο, τον Σακελλαρόπουλο, τον Ομ. Σκυλίτση, τον Αμηρά, τον Πρασακάκη και τους Γάλλους Ντε Σεγγιέ και Κλερμόν Τονέρ (ανιψιό του Ταλεϊράνδου).
Το 1814 ιδρύθηκε η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης από τον Καποδίστρια και τον Ιγνάτιο της Ουγγροβλαχιάς, με στόχο την εκπαίδευση και τη μορφωτική ανύψωση των Ελλήνων. Η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης αποτελούσε τη ρωσική απάντηση στη Φιλόμουσο των Αθηνών, που είχε τεθεί υπό την αιγίδα των Αγγλων με πρόεδρο τον λόρδο Γκίλφορντ.

Οι δύο Εταιρείες των Φιλόμουσων αποτελούσαν εκφράσεις της στρατηγικής των ανώτερων ελληνικών αστικών στρωμάτων για μια εκπαιδευτική - πολιτισμική αναβάθμιση του ελληνικού ζητήματος, σε συνδυασμό με την προώθησή του στις αυλές των μεγάλων δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας.
Είναι χαρακτηριστική η σαφής άρνηση του Καποδίστρια να ηγηθεί της Φιλικής Εταιρείας, καθώς και στη συνέχεια η προσπάθειά του να αποτρέψει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να ηγηθεί.
Η στάση του Καποδίστρια αντανακλούσε τόσο τη συντηρητική ιδεολογική του τοποθέτηση, ενάντια στις ιδέες της Γαλλικής αστικής Επανάστασης, όσο και την πεποίθησή του ότι κάθε ελληνική πολιτική προσέγγιση με τις αστικές ανατρεπτικές κινήσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική θα έβλαπτε την υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης, αφού θα προκαλούσε την εναντίωση του τσάρου.

Φιλική Εταιρεία: Οργάνωση της επαναστατικής πρωτοπορίας
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας. Ιδρυτές της ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς από το Κομπότι της Αρτας, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Γιάννενα και ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, που επίσης ανήκε σε μασονική στοά. Στον ηγετικό πυρήνα της και στη σύνθεσή της δέσποσαν αρχικά κατώτερα αστικά και μικροαστικά στρώματα Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια η ισχυρή αστική τάξη των παροικιών της Ρωσίας.
Η Φιλική Εταιρεία προχώρησε στη συγκρότηση επαναστατικών οργανώσεων, προφανώς μη συμφωνώντας με την άποψη (Κοραή κ.ά.) ότι το Γένος πρέπει πρώτα να μορφωθεί και μόνο τότε θα ελευθερωθεί. 
Συγκέντρωσε χρηματικούς πόρους, προπαγάνδισε την ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης, προετοίμασε υλικά και ιδεολογικά τον ένοπλο αγώνα, αντιμετώπισε σ' ένα βαθμό τις αντιδράσεις των προεστών - κοτζαμπάσηδων και μέρους του ανώτερου κλήρου, καθώς και τη μεταρρυθμιστική λογική των αστικών εταιρειών που προαναφέρθηκαν. Προσανατόλισε τα λαϊκά στρώματα ότι θα έπρεπε να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις, στη δική τους δράση για να προχωρήσει το έργο της εθνικής απελευθέρωσης.
Η Φιλική Εταιρεία
Η Φιλική Εταιρεία προσπάθησε να διασφαλίσει ιδιαίτερα την ενεργή στήριξη των στόχων της από την τσαρική Ρωσία. 
Στην πραγματικότητα διασφάλισε την ανοχή στη δράση της και στη στρατολόγηση των μελών της στις ρωσικές παροικίες. Ωστόσο, αυτή η επιδίωξή της είχε σημαντική επίδραση στην προγραμματική της επεξεργασία, η οποία απείχε αρκετά από τις ριζοσπαστικές αστικοδημοκρατικές διακηρύξεις του Ρήγα Φεραίου και της «Ελληνικής Νομαρχίας». 
Η τσαρική Ρωσία ήταν αντικειμενικά εχθρική σε κάθε αστικοδημοκρατικό επαναστατικό κίνημα.
Στα κείμενά της η Φιλική Εταιρεία εστίαζε στην εθνικοαπελευθερωτική διάσταση της προετοιμαζόμενης επανάστασης, ενώ οι αναφορές της στα κοινωνικά προβλήματα ήταν υποτυπώδεις. 
Όπως προκύπτει από τη μέχρι σήμερα μελέτη των ντοκουμέντων της Εταιρείας, για το πρόβλημα της γης η ηγεσία της δεν είχε επεξεργαστεί κανένα πρόγραμμα.
Η κυριαρχία του γενικού εθνικοαπελευθερωτικού προσανατολισμού της Φιλικής Εταιρείας εκφραζόταν και στην πρώτη προκήρυξη του Υψηλάντη ως γενικού αρχηγού το 1821, όπου διακηρύσσοντας τους σκοπούς της Επανάστασης ξεκινούσε με τη θέση «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ωρα ήλθεν, ω άνδρες Ελληνες».

Γεγονός πάντως είναι ότι η Φιλική Εταιρεία δεν είχε καθαρό αστικοδημοκρατικό πολιτικό πρόγραμμα ούτε ολοκληρωμένο σχέδιο στρατιωτικής οργάνωσης και συγκεκριμένο σχέδιο κρατικής συγκρότησης της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση. Το γεγονός αυτό επισημαίνουν στην εποχή τους τόσο ο Ρώσος δεκεμβριστής συνταγματάρχης Πέστελ όσο και ο Αγγλος ιστορικός Φίνλεϊ.
Η Φιλική Εταιρεία δεν υιοθέτησε διακηρύξεις των επαναστατών αρχηγών των κολίγων αυτών των περιοχών, όπως του Βλαδιμηρέσκου της Μολδοβλαχίας, που καλούσαν σε αποτίναξη του φεουδαρχικού ζυγού της περιοχής. Ιδιαίτερα ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλ. Υψηλάντης, ανώτερος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ήταν εχθρικός σ' αυτές τις απόψεις και τελικά συνέλαβε και εκτέλεσε τον Βλαδιμηρέσκου στη διάρκεια της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία, το 1821.
Σαφής ήταν ο προσανατολισμός της στην προβολή της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, ως γραμμής διαχωρισμού από τον Οθωμανό κατακτητή, καθώς και ως μηχανισμού πρόσκλησης της ρωσικής επέμβασης στην ελληνική υπόθεση. 
Η προσδοκία αυτή δεν ήταν αυθαίρετη αφού η τσαρική Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με συχνές πολεμικές συγκρούσεις, και εμφανιζόταν ως προστάτης των «ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών», ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή.

Φυσικά, ο προσανατολισμός της Φιλικής Εταιρείας δεν καθορίστηκε μονοδιάστατα από την επιδίωξη της ρωσικής παρέμβασης. 
Οι ιδρυτές της ήταν οι ίδιοι χριστιανοί ορθόδοξοι και δεν απέκλεισαν τον προσηλυτισμό του λαϊκού κλήρου. 
Όμως, τα πρώτα χρόνια απέφευγαν σε μεγάλο βαθμό τη μύηση ανώτερων κληρικών, κοτζαμπάσηδων και Φαναριωτών, που εντάσσονταν στον έναν ή στον άλλον βαθμό στους διοικητικούς μηχανισμούς του οθωμανικού κράτους.
Η οργανωτική σύσταση της Φιλικής Εταιρείας αντέγραφε τα ευρωπαϊκά πρότυπα του αστικού εταιριστικού συνωμοτισμού (ελευθεροτέκτονες, καρμπονάροι), στα οποία είχε μυηθεί τουλάχιστον ο Ξάνθος και πιθανόν ο Τσακάλωφ. 
Ωστόσο, ο όρκος του Φιλικού ήταν θρησκευτικός και απαιτούσε παρουσία ορθόδοξου ιερέα. 
Αντίστοιχα, το έμβλημα της Φιλικής στα συστατικά και εφοδιαστικά έγγραφα των μελών της, που στη συνέχεια έγινε σημαία της Επανάστασης, είχε στην κορυφή το Σταυρό και κάτω πρηνή την ημισέληνο, προαναγγέλλοντας την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά το 1817, η Φιλική Εταιρεία κατέβαλε προσπάθειες για συντονισμό του αγώνα όλων των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής κατά του κοινού εχθρού. Στρατολόγησε Βούλγαρους, Βλαχομπογδάνους, 
Σέρβους και Αλβανούς. Υιοθέτησε την αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων των διαφορετικών λαών, σύμφωνα με το πνεύμα της Γαλλικής αστικής Επανάστασης.
Σύμφωνα με μελέτη του Γ. Φράγκου, αρχικά οι μυήσεις στη Ρωσία και στη Μολδοβλαχία υπερτερούσαν συντριπτικά των μυήσεων στις εμπορικές κοινότητες του Λονδίνου, του Παρισιού, της Μασσαλίας και του Αμστερνταμ. 
Η κατάσταση άλλαξε όταν στρατολογήθηκαν οι μεγάλοι έμποροι της παροικίας της Οδησσού, της Κωνσταντινούπολης και της Μόσχας.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, επί συνόλου 911 Φιλικών γνωστού επαγγέλματος, 445 ήταν έμποροι, 10 εμποροϋπάλληλοι, 117 επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, φοιτητές), 78 στρατιωτικοί, 24 πλοιοκτήτες, 85 κληρικοί (μητροπολίτες - επίσκοποι 17), 6 αγρότες, 7 βιοτέχνες κ.λπ.
Ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι πλοιοκτήτες - παρόλο που ανήκαν στα πρωτοπόρα τμήματα της αστικής τάξης και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην προώθηση ενός κράτους αστικού τύπου - είχαν μικρή συμμετοχή στις επαναστατικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Φιλικής Εταιρείας, λόγω των ταλαντεύσεών τους απέναντι στην Επανάσταση
.
Παράγοντες διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης
Την προεπαναστατική περίοδο εμφανίστηκαν οι μεταρρυθμιστικές απόπειρες των σουλτάνων Σελίμ Γ΄ (1789 - 1807) και Μαχμούτ Β΄ (1808 - 1839), που είχαν ως κεντρικό άξονα τη στρατιωτική αναδιοργάνωση με τη δημιουργία τακτικού στρατού (ευρωπαϊκού τύπου) και την αποκατάσταση του κρατικού συγκεντρωτισμού πάνω σε νέα οικονομική βάση. 
Οι μεταρρυθμίσεις στηρίχτηκαν από την Αγγλία και τη Γαλλία, καθώς και εσωτερικά από τους νέους Οθωμανούς γαιοκτήμονες τσιφλικάδες που ενδιαφέρονταν για το ξεπέρασμα του διοικητικού κατακερματισμού, την απαλλαγή της γαιοκτησίας από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και την εδραίωση της ατομικής κληρονομικής ιδιοκτησίας.
Στηρίχτηκαν ως ένα βαθμό και από Ελληνες Φαναριώτες, γιατί άνοιγαν δρόμο για μείωση της φορολογικής ανισότητας μουσουλμάνων - χριστιανών και για την ένταξη χριστιανών στον τακτικό στρατό, ενώ τροφοδοτούσαν τις φαντασιοπληξίες τους για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, η προσπάθεια προώθησης των μεταρρυθμίσεων όξυνε τις αντιθέσεις και αύξησε τη δυσαρέσκεια διαφορετικών κοινωνικών τμημάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πατροπαράδοτα τμήματα της οθωμανικής στρατιωτικής οργάνωσης (πεζικό των γενίτσαρων, ιππικό των σπαχήδων) αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της διάλυσης και της απώλειας. Αγροτικοί μουσουλμανικοί πληθυσμοί επιβαρύνθηκαν με αυξημένους φόρους και αισθάνθηκαν την απειλή υποβολής σε τακτική στρατιωτική υπηρεσία.
Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' προχώρησε στην εξόντωση πολλών τοπαρχών (ντερεμπέηδων) και στην πολιορκία του Αλή Πασά στα Γιάννενα, τον οποίο στήριζαν ήδη οι γενίτσαροι.
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες αυξήθηκαν οι φόροι της Εκκλησίας και οι οικονομικές υποχρεώσεις των Φαναριωτών. 
Το Πατριαρχείο έβλεπε επίσης ως κίνδυνο την εκσυγχρονιστική πορεία των νέων σουλτάνων προς ένα πιο πολυεθνικό κράτος, που απειλούσε τη φυλογενετική συγκρότηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επομένως τα προνόμια του Πατριαρχείου.

Η αύξηση των φόρων, των διοδίων, των επιβαρύνσεων για δικαιώματα βοσκής έπληξε τους Ελληνες φτωχούς γεωργούς και κτηνοτρόφους. 
Παράλληλα, το νέο στρατιωτικό και διοικητικό σύστημα υποβάθμιζε και εκμηδένιζε τα αρματολίκια, με αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι κλέφτες που προέρχονταν από ορεινούς κτηνοτροφικούς πληθυσμούς.
Οι κοτζαμπάσηδες, που είχαν ισχυροποιηθεί από την ιδιοποίηση του αγροτικού υπερπροϊόντος των χωρικών, άρχισαν να εποφθαλμιούν τα απέραντα τουρκικά κτήματα.
Η κρίση της εμπορικής ναυτιλίας και η υποχώρηση του εμπορίου συνέβαλαν επίσης, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην όξυνση της αντίθεσης με τις συνθήκες της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ αύξησε και τον πληθυσμό των άνεργων ναυτικών στα νησιά.

Στην επιλογή του επαναστατικού δρόμου συνέβαλαν επίσης οι εξελίξεις στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια. 
Η συντριβή του Ναπολέοντα και η επικράτηση της Ιεράς Συμμαχίας και του Μέτερνιχ καθιστούσαν έωλο κάθε σχεδιασμό ειρηνικής επίλυσης του ελληνικού εθνικού ζητήματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας).
Στα Βαλκάνια, μετά τη Σερβική Εξέγερση του 1804, οι Σέρβοι απαιτούσαν να αναγνωριστεί επίσημα ο Μίλος Οβρένοβιτς, που είχε εκλεγεί από τη σερβική Εθνοσυνέλευση, και να ρυθμιστεί σε σταθερή βάση η ετήσια απόδοση φόρων στην Τουρκία, ώστε να εδραιώσουν τη σχετική αυτονομία τους.

Διαφορετικές στάσεις απέναντι στην Επανάσταση
Οι προϋπάρχουσες έντονες διαφοροποιήσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα μέσα στις γραμμές της αστικής τάξης συνεχίστηκαν και με το ξέσπασμα της Επανάστασης και στην εξέλιξή της, ενώ αποτυπώθηκαν με σαφήνεια στις διαφορετικές αντιλήψεις και επιδιώξεις αναφορικά με το χαρακτήρα, τους κοινωνικούς και εδαφικούς στόχους του πρώτου ελληνικού κράτους.
Γενικά, η αδύναμη και σχετικά ολιγάριθμη αστική τάξη επιθυμούσε ένα αστικό συγκεντρωτικό κράτος, με Σύνταγμα και Κοινοβούλιο, με ενιαία εθνική αγορά, που σήμαινε κατάργηση των ορίων μεταξύ των τοπικών αγορών, πάνω στα οποία (όρια) είχαν διαμορφωθεί οικονομικά συμφέροντα.
Καθώς δέσποζε το εφοπλιστικό κεφάλαιο, η αστική πλευρά επιθυμούσε μια ισχυρή κεντρική εξουσία, ικανή να συγκεντρώνει κρατικά έσοδα για να στηρίξει τη διεθνή κίνηση του εμπορικού στόλου. Ταυτόχρονα, το εφοπλιστικό κεφάλαιο επιθυμούσε αποζημιώσεις για τη συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, με κτήματα που θα προέκυπταν από την εθνικοποίηση των τουρκικών κτημάτων.
Ωστόσο, η μεγάλη διασπορά του ελληνισμού εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και όχι μόνο, δυσκόλευε τη συνοχή και τη συγκρότηση ελληνικής αστικής τάξης, ικανής να διεκδικήσει τη συγκρότηση κράτους σημαντικού μεγέθους επικράτειας. 
Ταυτόχρονα, η διασπορά τροφοδοτούσε και απόψεις περί ανασυγκρότησης του Βυζαντίου.
Από την πλευρά τους, οι προεστοί και οι αρματολοί επιθυμούσαν τη διατήρηση και ενίσχυση των τοπικών προνομίων και εξουσιών που είχαν προηγουμένως και δεν ήταν πρόθυμοι να ανοίξουν το δρόμο σ' ένα συγκεντρωτικό αστικό κράτος.
Οι μικροί ιδιοκτήτες και οι ακτήμονες αγρότες προσδοκούσαν την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων και τη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης με την αποτίναξη του καθεστώτος του ραγιά, περιορισμό των προνομίων των προεστών και του ανώτερου κλήρου και κάποια διανομή της γης, που δεν είχε όμως ακόμα διαμορφωθεί σε ισχυρό και σαφές πολιτικό αίτημα.

Οι προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων δεν ήταν αυθαίρετες. 
Με την εκδήλωση και την εξέλιξη της Επανάστασης του 1821, καταργήθηκαν ο κεφαλικός φόρος και αρκετές τοπικές φορολογικές επιβαρύνσεις που συνδέονταν με την αγοραπωλησία κρατικών θέσεων, δημεύτηκαν τα κτήματα των Τούρκων και εδραιώθηκε η πλήρης ατομική ιδιοκτησία στα κτήματα που καλλιεργούσαν οι πρώην ραγιάδες.

Τέλος, ο ανώτερος κλήρος και οι Φαναριώτες δεν είχαν εγκαταλείψει, την περίοδο εκδήλωσης της Επανάστασης, την ουτοπική προσδοκία μιας ανασύστασης της πολυεθνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία θα μπορούσε να υπηρετηθεί πιο αποτελεσματικά με το μεταρρυθμιστικό δρόμο μέσα στο οθωμανικό κράτος.
Αυτή η αντιφατική διαπλοκή συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών τάξεων και στρωμάτων εξηγεί τη ρευστότητα των κοινωνικών συμμαχιών, τους προσωρινούς συμβιβασμούς και τις εμφύλιες συγκρούσεις.
Ωστόσο, τα αποκλίνοντα συμφέροντα στους κόλπους των επαναστατικών δυνάμεων δεν ήταν δυνατό να καταλήξουν αλλού από το κύριο καθήκον που έθετε η ταξική πάλη της εποχής τους, δηλαδή από τη συγκρότηση ενός αστικού έθνους - κράτους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επιστροφή στην αρχή της σελίδας

Επιστροφή

ΙΣΟΚΡΑΤΟΥΣ "ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ" Εδάφιον 20

"...εγκατέστησαν πολίτευμα που να εκπαιδεύη τους πολίτας έτσι ώστε να θεωρούν την ακολασίαν δημοκρατίαν, την παρανομίαν ελευθερίαν, την αυθάδειαν ισονομίαν και την εξουσίαν του να κάμνη κανείς αυτά ευδαιμονίαν..."

Ουμπέρτο Εκο: Περί Δημοκρατίας

“Δημοκρατία δεν σημαίνει πως η πλειοψηφία έχει το δίκιο. Σημαίνει πως έχει το δικαίωμα να κυβερνάει”.

“Δημοκρατία δεν σημαίνει ότι η μειοψηφία έχει άδικο. Σημαίνει πως, ενώ σέβεται την κυβερνητική πλειοψηφία, υψώνει δυνατά τη φωνή της κάθε φορά που νομίζει ότι η πλειοψηφία έχει άδικο (ή ακόμη χειρότερα όταν αντιτίθεται στους νόμους, την ηθική και τις αρχές της δημοκρατίας), και οφείλει να το πράττει δυναμικά, γιατί αυτή είναι η εντολή των πολιτών. Όταν η πλειοψηφία υποστηρίζει ότι έχει δίκιο και η μειοψηφία δεν αντιδράει, τότε η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο…”